- τυραννικοί
- τυραννικόςofmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυραννικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αναφέρεται στον τύραννο ή στην τυραννίδα (βλ. λ.), που ταιριάζει στον τύραννο, ο δεσποτικός, ο απολυταρχικός: Τυραννικό πολίτευμα. 2. μτφ., καταπιεστικός, βασανιστικός, μαρτυρικός: Τυραννικοί πόνοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)